- γραφικός
- 1) curieux2) intéressant3) pittoresque4) singulier
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
γραφικός — capable of drawing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραφικός — ή, ό (AM γραφικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γραφή (α. «γραφική ύλη» υλικά για γράψιμο β. «γραφικός κάλαμος» καλάμι, πένα με την οποία έγραφαν) 2. φρ. «γραφικό σφάλμα», «γραφικὸν ἁμάρτημα» λάθος που έγινε κατά το γράψιμο ή κατά… … Dictionary of Greek
γραφικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με τη γραφή: Αυτός δεν είναι ο γραφικός μου χαρακτήρας. 2. αυτός που αναφέρεται στη ζωγραφική απεικόνιση: Γραφικές τέχνες. 3. αυτός που έχει ιδιαίτερη παρουσία, παραστατικός: Περάσαμε τις γιορτές σ’ ένα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γραφικά — γραφικός capable of drawing neut nom/voc/acc pl γραφικά̱ , γραφικός capable of drawing fem nom/voc/acc dual γραφικά̱ , γραφικός capable of drawing fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραφικώτερον — γραφικός capable of drawing adverbial comp γραφικός capable of drawing masc acc comp sg γραφικός capable of drawing neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραφικῶν — γραφικός capable of drawing fem gen pl γραφικός capable of drawing masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραφικόν — γραφικός capable of drawing masc acc sg γραφικός capable of drawing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραφικώτατα — γραφικός capable of drawing adverbial superl γραφικός capable of drawing neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραφικαῖς — γραφικός capable of drawing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραφικαί — γραφικός capable of drawing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραφικοῖο — γραφικός capable of drawing masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)